πετριά — η, Ν 1. βολή, ρίψη πέτρας 2. η απόσταση στην οποία φτάνει η ρίψη πέτρας 3. χτύπημα, τραύμα από ρίψη πέτρας 4. υπαινιγμός («μού ριξε μια πετριά μπροστά στους άλλους») 5. έμμονη ιδέα, ιδιοτροπία («έχει την πετριά τής μεγαλοφυίας» νομίζει ότι είναι… … Dictionary of Greek
πετριά — η 1. ρίξιμο ή χτύπημα με πέτρα: Έριξε μια πετριά στα κλαδιά κι έφυγαν όλα τα πουλιά από το δέντρο. 2. μτφ., υπονοούμενο, υπαινιγμός: Την ώρα του φαγητού του έριξε μια πετριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελοπετριά — η 1. πλήγμα από τον άγγελο τού θανάτου, αιφνίδιος, απροσδόκητος θάνατος 2. χτύπημα με πέτρα, πετριά άγνωστης προελεύσεως 3. απροσδόκητο, αναπάντεχο κακό 4. ερωτομανία, ερωτοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + πετριά] … Dictionary of Greek
αγκωναριά — η [αγκωνάρι] χτύπημα με αγκωνάρι, πετριά … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
παραπετρ(ι)ά — η χτύπημα κατά λάθος από πέτρα που ρίχθηκε για άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πετριά «χτύπημα με πέτρα, υπαινιγμός» (< πέτρα)] … Dictionary of Greek
παραπετριά — η 1. χτύπημα με πέτρα που αποστρακίζεται, πετριά που χτυπάει άλλον αντί άλλου. 2. μτφ., υπαινιγμός, υπονοούμενο: Αυτό ήταν παραπετριά για την πεθερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)